- φωτοτυπία
- η фототипия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοτυπία — η, Ν (γραφ. τεχν.) μέθοδος πολλαπλασιασμού αντιτύπων κατά την οποία το πρωτότυπο τού κειμένου φέρεται σε επαφή με φωτοευαίσθητο χαρτί και μαζί εκτίθενται σε κατάλληλη πηγή φωτεινής ακτινοβολίας και στη συνέχεια το φωτογραφημένο φύλλο τού… … Dictionary of Greek
φωτοτυπία — η μέθοδος φωτοεκτύπωσης με την οποία παράγονται αντίγραφα μιας εικόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία («φωτοτυπικό μηχάνημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Σπ. Π. Λάμπρο] … Dictionary of Greek
χρωμοφωτοτυπία — η, Ν έγχρωμη φωτοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτοτυπία] … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοαντίγραφο — και φωταντίγραφο, το, Ν αντίγραφο κειμένου ή σχεδίου με τη μέθοδο τής φωτοτυπίας, φωτοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photocopy < photo (< φωτ[ο]*) + copy «αντίγραφο» (πρβλ. και φωτοαντιγραφή)] … Dictionary of Greek
φωτομηχανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία») 2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή» (τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
Άλμπερτ, Γιόζεφ — (Joseph Albert, 1825 – 1886). Γερμανός φωτογράφος και εφευρέτης. Εφηύρε τη φωτοτυπία, η οποία αρχικά ονομάστηκε και αλμπερτυπία προς τιμήν του. Τελειοποίησε επίσης τις γραφικές τέχνες. Ο γιος του Ευγένιος (1856 1929) συνέχισε τις εργασίες του… … Dictionary of Greek
φωτοτυπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτυπία (βλ. λ.): Φωτοτυπικό μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωμοφωτοτυπία — η έγχρωμη φωτοτυπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)